- ἀζάπα
- ἀζάπα· πτισάνη, Hsch. [full] ἀζατά, ἡ,A drought, Inscr.Cypr.59 H. [full] ἀζάτη· ἐλευθερία, Hsch. (Cf. Zend ᾱζᾱτα 'free'.) [full] ἀζαυτός· παλαιότης, καὶ κόνις, Id. [full] ἀζαχής, ές, = σκληρός, χαλεπός: also = ἀδιάλειπτος (cf. ἀζηχής), Id. [full] ἀζεινοί (cod. ἀζην-) · κύκνοι ταῖς πτέρυξιν ἀπολαμβάνοντες ἀέρα, Id. [full] ἀζείρει· ξηραίνει, Id. (
ἀζήρει Suid.
). [full] ἀζειρός, όν, (ζειρ not embroidered, Hsch., EM22.56, Suid. [full] ἀζένα· πώγωνα (Phryg.), Hsch. [full] ἄζενον· γενειῶντα, Id. [full] ἀζέσιμοι· ἀζεινοί, Id. [full] ἀζέσιος, v. Ἀζόσιος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.